λεβάντα

λεβάντα
lavande

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Regardez d'autres dictionnaires:

  • λεβάντα — Είδος δικοτυλήδονου, φρυγανώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών ή λαμπιατών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Lavandula spica. Πρόκειται για πολύκλαδο θάμνο που φτάνει σε μέγιστο ύψος τα 45 εκ. Η λ. διαθέτει γραμμοειδή, λογχοειδή, σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • λεβάντα — η (λ. ιταλ.), αρωματικό φυτό, το άρωμα της λεβάντας: Πολλά απορρυπαντικά ρούχων έχουν άρωμα λεβάντας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • αιθέριος — Αυτός που ανήκει ή μοιάζει στον αιθέρα, λεπτός, διαφανής, αέριος, άυλος, αγγελικός (π.χ. α. πλάσμα). Αυτός που βρίσκεται ψηλά, στον αέρα (π.χ. α. ύψη). α. έλαια. Σύνθετες οργανικές ενώσεις που σχηματίζονται σε διάφορα φυτικά μέρη (άνθη, φύλλα,… …   Dictionary of Greek

  • αλεβάντιστος — η, ο [λεβάντα] αυτός που δεν αρωματίστηκε με φύλλα ή αιθέριο έλαιο λεβάντας …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • βάγιο — και βάγι, το (AM βαΐον) κλαδί φοινικιάς («ἀκούσαντες ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῡς εἰς Ἱεροσόλυμα ἔλαβον τὰ βαΐα τῶν φοινίκων καὶ ἐξῆλθον εἰς ὑπάντησιν αὐτοῡ» (Ιωάν. 12.13) μσν. νεοελλ. φρ. «μετά βαΐων και κλάδων» με μεγάλη επισημότητα, με θερμές… …   Dictionary of Greek

  • βαγιά — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρόμερου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ομώνυμο νησάκι κοντά στη Βόνιτσα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κεκροπίας. * * * και βάγια, η [βάγιο] (ανάλογα με το κλαδί… …   Dictionary of Greek

  • κουμαρίνη — Χημική ετεροκυκλική ένωση με μοριακό τύπο C9H6O2, η οποία συναντάται σε πολλά φυτά, από τα οποία παραλαμβάνεται με εκχύλιση ή συνθετικά ξεκινώντας από απλούστερες ενώσεις, κατά την αντίδραση των Μπερτανίνι Πέρκιν. Πρόκειται για στερεή,… …   Dictionary of Greek

  • λαβάντουλα — η βοτ. η λεβάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lavandula < νεολατ. lavandula < μσν. λατ. lavandula] …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”